- ἐσπανίσμεθ'
- ἐσπανίσμεθα , σπανίζωto be rareplup ind mp 1st plἐσπανίσμεθα , σπανίζωto be rareperf ind mp 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.